ἠπιώτερον

ἠπιώτερον
ἤπιος
gentle
adverbial comp
ἤπιος
gentle
masc acc comp sg
ἤπιος
gentle
neut nom/voc/acc comp sg
ἤπιος
gentle
masc acc comp sg
ἤπιος
gentle
neut nom/voc/acc comp sg
ἤπιος
gentle
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μετακεράννυμι — (Α) 1. αναμιγνύω χύνοντας υγρό από ένα δοχείο σε άλλο («εἰς καθαρὸν ἀγγεῑον ἐκ ῥυπαροῡ μετακεράσαντες», Πλούτ.) 2. μεταβάλλω τη φύση κάποιου («μετακεράννυσί σφισιν ἐκ τοῡ θανατώδους εἰς τὸ ἠπιώτερον ὁ ἰός», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”